Τον Μαρσέλ Μαρονγκί (Marcel Maringiu) τον γνωρίζαμε και σόλο, πολύ πριν δεσμευτεί να αναλάβει την καλλιτεχνική διεύθυνση, μαζί και νεκρανάσταση του οίκου Guy Laroche. Πριν από καιρό βρέθηκε σε διοργάνωση μόδας στο Μέγαρο Εθνικής Ασφαλιστικής (Athens Xclusive Designers Week) για μια πασαρέλα εμπνευσμένη από τις δεκαετίες του 50 και του 60, με σύγχρονες τεχνικές και πατρόν δανεικά από τα αρχεία του παρελθόντος. Δεν πειράζει. Δεν έχουν απομείνει και πολλοί σχεδιαστές μόδας της γενιάς του που να παίζουν στα δάχτυλα τις μανιέρες Ντιόρ, Μπαλενσιάγκα, Φαθ, Σανέλ.
Υποστηρικτής των καθαρών γραμμών και της απουσίας χρώματος, μοιάζει να έχει τις ίδιες προτιμήσεις και στα σπίτια που μένει ή σχεδιάζει, αν μπορούμε να κρίνουμε τουλάχιστον από τα λευκώματα που βλέπουμε για τους σύγχρονους σχεδιαστές που αποθεώνονται σαν σταρ. «Στη μόδα, σημασία έχει το περίγραμμα και ο τρόπος που συνδυάζονται τα πράγματα μεταξύ τους. Το ίδιο ισχύει και στη διακόσμηση, όπως και στην τέχνη».
Στον Μαρσέλ Μαρονγκί αρέσει να μπερδεύει διαφορετικά στυλ και κουλτούρες, να σκαλίζει ιστορικές περιόδους για να τις κάνει αγνώριστες. Κολλημένος με το 50 και το 60 αλλά και τον 18ο αιώνα, η βασική χρωματική παλέτα παραμένει πάντα η ίδια: μαύρο, γκρίζο, λευκό, μπεζ. «Πηγαίνουν σχεδόν με όλα και ενισχύουν στοιχεία που προσθέτω αργότερα», λέει. «Πρέπει πάντα σαν δημιουργός να αφήνεις ένα μικρό κενό, μέσα από το οποίο, ο καθένας μπορεί να καταθέσει κομμάτια του εαυτού του».
Δεν πιστεύει στις τάσεις. «Δεν έχει νόημα η αλλαγή για την αλλαγή. Με ενδιαφέρει η συνέχεια μέσα από την αλλαγή. Ένας άνθρωπος δεν αλλάζει από τη μια σεζόν στην άλλη. Έχει το προσωπικό του στυλ, έναν τρόπο να υπάρχει και να ζει. Με ενδιαφέρουν οι άνθρωποι που βλέπουν τη ζωή σαν αδιάσπαστη αλληλουχία. Χτίζουμε τους εαυτούς μας, κομμάτι κομμάτι. Από την άλλη, δεν μου αρέσει να ζω στατικά, και ακόμη κι αν οι προτιμήσεις μου παραμένουν σταθερές, μου αρέσει να εξελίσσομαι μέσα σε αυτό το πλαίσιο».
Είναι ένας ντιζάινερ που μπερδεύει την τέχνη με τη μόδα, χωρίς να φωνάζει ποτέ τι τον ενέπνευσε, τον ενδιαφέρει κυρίως η διαχρονικότητα και αυτό δεν είναι και πολύ συνηθισμένο στις μητροπόλεις μόδας. Δεν υπάρχει καμία ανάγκη για διακοσμήσεις στα ρούχα που φτιάχνει. Αφηγείται ιστορίες με δαντέλα, βελούδο, είναι αυθεντία στα πλεκτά.
Προδίδει το σώμα, δεν το καλύπτει, με αεροδυναμικές, στρετς προτάσεις. Πουλάει, όχι απαγορευτικά ακριβά ρούχα και αξεσουάρ, στη Γαλλία, τη Σουηδία, την Αγγλία, την Ιταλία, την Ιαπωνία, την Αμερική και την Ελλάδα.
Αγαπημένοι του σχεδιαστές ο Ζακ Φαθ και ο Κριστιάν Ντιόρ, δημιουργοί που σημάδεψαν τις δεκαετίες του 40 και του 50, περίοδος που στοιχειώνει το έργο του. Ακούει χαρντ ροκ μουσική, ονόμασε την εταιρία του «Permanent Vacation» από τον τίτλο ενός άλμπουμ των Άεροσμιθ. Εμπνέεται επίσης από τον ζωγράφο Nicholas de Stael, τον συγγραφέα Γκράχαμ Γκριν, τους κινηματογραφιστές Μάρτιν Σκορσέζε και Πίτερ Γκρίναγουεϊ.
Παράγει άλλοτε μπαρόκ κι άλλοτε αρχαιοελληνικές υφασμάτινες ιστορίες. Και οι δεκαετίες; Γιατί δεν εξελίχτηκε μαζί τους; «Πιστεύω ότι η δεκαετία του 80 είχε να κάνει με την εμφάνιση, το χρήμα και τη στολή της εξουσίας. Ο πελάτης ήταν ξαφνικά αόρατος καθώς τα μίντια, οι φωτογράφοι και οι στυλίστες έφτασαν στα άκρα για να σοκάρουν και να εκπλήξουν ο ένας τον άλλον μέσα από εξωπραγματικά σούπερ μοντέλα», λέει. «Είμαστε αντιμέτωποι με μια νέα εποχή, στην οποία ο σχεδιαστής πρέπει να αποκτήσει ξανά επαφή με τον πελάτη και να τον κάνει να νιώσει ότι η μόδα μπορεί να είναι διασκεδαστική και εύκολη. Γι' αυτό και προσπαθώ να κάνω ενδιαφέροντα, προσωπικά ρούχα - εύκολα να μπερδευτούν μεταξύ τους και κυρίως, σε προσιτές τιμές. Πιστεύω ότι τα ρούχα τα φοράμε για να επικοινωνήσουμε τον χαρακτήρα μας. Γι' αυτό και οι λεπτομέρειες πρέπει να αποφεύγονται, προκειμένου να μη χαθεί στο μήνυμα».
Περηφανεύεται ότι τα ρούχα είναι 100% γαλλικά. Η συλλογή με τα δείγματα παράγεται στο ατελιέ του στο Παρίσι, μέχρι το 1996 είχε Σουηδούς χρηματοδότες, αργότερα Ιάπωνες. Το CNN έλεγε τότε ότι «ο Μαρσέλ Μαρονγκί μας βοήθησε να ακολουθήσουμε μια νέα τακτική στη μόδα». Τον Νοέμβριο του 2007 ανέλαβε σαν καλλιτεχνικός διευθυντής τον οίκο Guy Laroche.
Πιστεύει στην Ελλάδα, ακόμη και τώρα, μέσα στην κρίση, θεωρεί ότι «είναι μια σημαντική αγορά για εμάς, με μια μακροχρόνια, πετυχημένη ιστορία». Γιατί διάλεξε όμως τη μόδα για επάγγελμα; «Επειδή η μόδα είναι εξαιρετικά σημαντική σαν εργαλείο επικοινωνίας και αποπλάνησης. Δεν μετανιώνω για τίποτα. Είναι μια πολύ συναρπαστική δουλειά, ακόμη κι αν σου προκαλεί στρες κι είναι τόσο απαιτητική».
Σπούδασε οικονομικά και σχέδιο μόδας. Τον ρωτάω τι πρέπει να κάνουν οι Ελληνες σχεδιαστές για να πάνε μπροστά… «Να είναι αληθινοί με τις ιδέες τους. Να εμπιστεύονται το ένστικτό τους». Στο παρελθόν είχε στις συλλογές του ελληνικές αναφορές. Τι θα τον ενέπνεε σήμερα από την Ελλάδα; «Πάντα το ντραπάρισμα. Εμπνέομαι διαρκώς από τα αρχαία ελληνικά γλυπτά». Εκείνο που επιθυμεί είναι οι άνθρωποι να ζουν τις φαντασιώσεις τους. «Δίνοντάς τους την προοπτική να εκφραστούν», όπως εξηγεί. Δεν τον ενδιαφέρουν οι λεπτομέρειες, ενδιαφέρεται για τη σιλουέτα. Πώς πιστεύει άραγε ότι θα θυμόμαστε τις δεκαετίες του 2000 ή του 2010; «Σαν τις δεκαετίες των ρεμίξ, των διασκευών».