• HOME+ENTERTAINING
  • VIDEOS
  • LIFE+STYLE
  • INTERVIEWS+MORE
  • ABOUT
  • KEEP IN TOUCH
Menu

Sandy Tsantaki

Street Address
Athens
Phone Number

Sandy Tsantaki

  • HOME+ENTERTAINING
  • VIDEOS
  • LIFE+STYLE
  • INTERVIEWS+MORE
  • ABOUT
  • KEEP IN TOUCH

Greekadelia: «Eπιτέλους ένα καλό νέο από την Ελλάδα»

November 23, 2014 Sandy Tsantaki

Τα ονόματα της Κρίστης Στασινοπούλου και του Στάθη Καλυβιώτη είναι γνωστά σε όσους συνηθίζουν να πηγαίνουν σε οικεία, λάιβ μπαρ της πόλης. Πόσοι γνωρίζουν όμως ότι με το άλμπουμ «Greekadelia» (Riverboat Records) βρέθηκαν στην πρώτη θέση του World Music Charts Europe, συγκεντρώνοντας θετικές κριτικές από τις βρετανικές εφημερίδες, από την Guardian μέχρι την Independent, τέσσερα αστέρια και το σχόλιο «επιτέλους ένα καλό νέο από την Ελλάδα»;

Ίσως η κρίση να έχει και τη θετική της πλευρά, ειδικά αν «πουλάς» παράδοση με μια σύγχρονη ματιά, λαούτο και ινδικό αρμόνιο, μεταλλαγμένα, με ρυθμό, ηλεκτρονική διάθεση, ψυχή κυρίως. Αλμπουμ που έγινε πρώτα επιτυχία στο εξωτερικό με ξένη δισκογραφική εταιρία και μουσική που διαδίδεται από στόμα σε στόμα ή «από κομπιούτερ σε κομπιούτερ», όπως λένε οι ίδιοι.

Έχουν ταξιδέψει, σαν ντουέτο, τη μουσική τους στην Ευρώπη, τη Βόρεια Αμερική, τη Βραζιλία. Πότε άρχισαν να ετοιμάζουν το «Greekadelia»; «Εδώ και πολλά χρόνια με τον Στάθη ακούμε, ψάχνουμε, μελετάμε και παίζουμε κατ' ιδίαν παραδοσιακά τραγούδια, για ευχαρίστησή μας», λέει η Κρίστη Στασινοπούλου. «Το λαούτο, το μπεντίρ, το ινδικό αρμόνιο είναι όργανα με τα οποία παίζουμε τα τελευταία χρόνια. Κάποια στιγμή ο Στάθης άρχισε να πειραματίζεται πάνω τους και με το live looping. Ξεκινήσαμε οι δυο μας μόνο, ως ντουέτο, πειραματικά, να δοκιμάζουμε ένα τέτοιο πρόγραμμα σε κλαμπάκια στην Αθήνα και στο εξωτερικό. Άρεσε παντού και μας ζήταγαν να το κάνουμε και δίσκο. Έτσι ηχογραφήσαμε το «Greekadelia» στο σπίτι μας και με ελάχιστα μέσα».

Κάπως έτσι φτιάχτηκε ένα ελληνικό προϊόν που έγινε πρώτα γνωστό εκτός συνόρων. «Η ιδέα ήταν ότι θέλαμε να πιάσουμε αυτό το «κάτι» που έχει χαθεί από τις περισσότερες σύγχρονες ηχογραφήσεις, αλλά που το νιώθεις ακούγοντας πολύ παλιές ηχογραφήσεις του 1930», εξηγεί ο Στάθης Καλυβιώτης. «Κάτι που δεν έχει να κάνει με τα όργανα και την ενορχήστρωση, αλλά την ατμόσφαιρα του ήχου. Δεν είμαστε παραδοσιακοί μουσικοί, δεν έχουμε γεννηθεί και μεγαλώσει με κάποια συγκεκριμένη τοπική μουσική παράδοση. Παίξαμε αγαπημένα, παραδοσιακά τραγούδια με τον μοναδικό τρόπο που θα μπορούσε να μας εκφράσει, αυτοσχεδιάζοντας και περνώντας τελικά ασυνείδητα τις όποιες επιρροές μας».

Μετά την ηχογράφηση του άλμπουμ, έπρεπε να βρεθεί εταιρία. «Στείλαμε το ηχογράφημα σε τέσσερις εταιρείες του εξωτερικού, η μία αρνήθηκε, οι τρεις απάντησαν θετικά» λέει η Κρίστη Στασινοπούλου. «Διαλέξαμε από ένστικτο εκείνη που μας φάνηκε καλύτερη, συμφωνήσαμε να το κυκλοφορήσουν σε όλο τον κόσμο, το προγραμμάτισαν να βγει μετά από έξι μήνες, μας πήρε λίγο από κάτω που θα έπρεπε να περιμένουμε τόσο πολύ, αλλά πέρασε ο καιρός, και το cd κυκλοφόρησε σε όλο τον κόσμο όπως ακριβώς είχε συμφωνηθεί έξι μήνες πριν».

Οι ίδιοι παραδέχονται ότι δεν θα μπορούσαν να έχουν προβλέψει την επιτυχία του άλμπουμ. «Γιατί οι προηγούμενοι δίσκοι μας είχαν διαφορετικό ήχο. Μάλιστα λέγαμε ότι ήμασταν τρελοί που βγάζαμε κάτι τόσο διαφορετικό και ιδίως σε καιρούς δύσκολους και ανασφαλείς από πλευράς δουλειάς» εξηγεί η Κρίστη Στασινοπούλου. Για να προσθέσει ο Στάθης Καλυβιώτης, «η επιτυχία είναι κάτι που μας έδωσε κουράγιο και ώθηση σε μια πάρα πολύ δύσκολη εποχή».

Οι βρετανικές εφημερίδες έγραψαν εξαιρετικές κριτικές για το άλμπουμ. Όταν ρωτάω τους δύο δημιουργούς του «Greekadelia» να μου πουν πώς ένιωσαν, απαντούν με χιούμορ. «Ήταν μια καλή ευκαιρία να ξεσκονίσω τα αγγλικά μου» λέει η Στάθης Καλυβιώτης. Και η Κρίστη Στασινοπούλου: «Μας συγκίνησε που οι περισσότερες κριτικές ξεκίναγαν με το «να και ένα καλό νέο από την Ελλάδα».

Η πρώτη θέση στο World Music Charts Europe δεν ήρθε τυχαία. H Κρίστη Στασινοπούλου δεν στέκεται μόνο στα charts αλλά και στα «συγκινητικά e-mail που παίρνουμε απ' όλο τον κόσμο». Ο Στάθης Καλυβιώτης αν και παραδέχεται πως είναι οι μοναδικοί Ελληνες που δύο δίσκοι τους έχουν βρεθεί στην πρώτη θέση, παρ' όλα αυτά δεν τον έχουν απασχολήσει ποτέ τα charts. «Η μουσική που μου αρέσει και ακούω, σπάνια βρίσκεται σε charts».

Ρωτάω και τους δύο στη συνέχεια, πώς μεταφράζεται αυτό σε δόξα... «Μεταφράζεται σε μια «πόρτα» που άνοιξε για εμάς και για τη μουσική που έρχεται από την Ελλάδα και έχουμε κάτι να είμαστε χαρούμενοι. Επίσης μεταφράζεται σε αρκετή πλάκα από τους φίλους», είναι η απάντηση του Στάθη Καλυβιώτη. Το κοινό τους είναι «μικρό αλλά πολύ πιστό», όπως λένε, το οποίο χρόνια τώρα πηγαίνει στα μικρά κλαμπάκια, «και μας ακούει και περνάμε καλά». «Από ηλικιωμένους, μέχρι ρασταφάριαν, που κάθονται δίπλα δίπλα, και συχνά χορεύουν και μαζί», όπως λέει ο Στάθης Καλυβιώτης.

Αραγε μπορούν να ζουν πλέον από τη δουλειά τους; Η Κρίστη Στασινοπούλου παραδέχεται ότι «στον συγκεκριμένο χώρο, οι μουσικοί και οι δημιουργοί δύσκολα ζουν από τη μουσική τους και μόνο. Πέρα απ' αυτό, είμαι πολύ ευτυχισμένη και ευγνώμων που η τύχη το 'φερε χάρη στη δουλειά μας να ταξιδεύουμε σε όλον τον κόσμο, παίζοντας τη μουσική μας».

Comment

Κeep Shelly in Athens, Κυψέλη στην Αθήνα, «η γειτονιά των παιδικών μας χρόνων»

November 22, 2014 Sandy Tsantaki

«Μια μπάντα που θα σε κάνει να χαίρεσαι που είσαι λυπημένος. Θα σε στοιχειώσει. Μάλλον δεν θα σε ανεβάσει. Παίζει σε ένα από τα αγαπημένα μας μουσικά είδη: μελαγχολική ντίσκο. Αυτός είναι ο ήχος της έλλειψης και της απώλεια. Ακούγεται σαν τους Πόρτισχεντ, αν τους υποχρέωνες με την απειλή όπλου να γράψουν μουσική για ένα ντοκιμαντέρ για την acid house», έγραψε, ανάμεσα σε άλλα, ο δημοσιογράφος στην εφημερίδα Guardian για το αθηναϊκό ντουέτο των Keep Shelly in Athens (ΚSΙΑ) με αφορμή το σινγκλ «Hauntin' me». Τους έχουν συγκρίνει όμως και με τους Air, τους Everything but the Girl, τους Saint Etienne. Όπως και να 'χει, οι Keep Shelly in Athens (όπως Kypseli ή Κυψέλη στην Αθήνα), η Sarah P (φωνητικά) και ο RΠR (μουσική), έχουν παρόν και μέλλον. Το πρώτο σινγκλ κυκλοφόρησε από αγγλικό label (Τransparent) για να ακολουθήσει και ένα ολοκληρωμένο άλμπουμ. H μουσική τους; Ηλεκτρονική, χαμηλών τόνων, ατμοσφαιρική, ποπ.

Οι ίδιοι επιδιώκουν να είναι μυστηριώδεις, να μη δίνουν πολλές πληροφορίες για το ποιοι είναι και τι κάνουν. Ίσως γιατί προτιμούν να μιλούν με τα τραγούδια τους, μέσα από το πρώτο τους EP, «In Love with Dusk». 

- Ορισμένοι σάς έμαθαν πρώτα από την κριτική της Guardian και άλλων μέσων και ύστερα από τη δουλειά σας. Πώς ξεκινήσατε εσείς την ιστορία των Keep Shelly in Athens και πώς φαντάζεστε την εξέλιξή της;

- Πράγματι αυτό ισχύει περισσότερο ίσως εδώ στην Ελλάδα. Στην αρχή είχαμε ανεβάσει τα πρώτα μας κομμάτια στο Ιντερνετ, λίγο αργότερα ακολούθησε το πρώτο μας EP σε βινύλιο, όπου γρήγορα εξαντλήθηκε και μετά κάποιες καλές κριτικές από διάφορα μουσικά sites και blogs του εξωτερικού, αυτά πριν από το δημοσίευμα της Guardian το οποίο ακολούθησε αμέσως μετά την κυκλοφορία ενός 7ιντσου βινυλίου στη Βρετανία.

- Με τι μοιάζει η μουσική σας, τι είδος, τι γκρουπ, τι σημείο αναφοράς και τι θα θεωρούσατε προσβολή αν σας έλεγαν ότι θυμίζει;

- Η μουσική μας είναι κατά βάση ηλεκτρονική χαμηλών συνήθως bpm. Αν κάποιος θα ήθελε να μας προσβάλει θα μπορούσε να το κάνει μάλλον ακόμη και αν επικαλούνταν αγαπημένες μας μουσικές.

- Κυψέλη. Ποιος σκέφτηκε τον τίτλο και πώς σας εμπνέει η γειτονιά σας των παιδικών χρόνων και η γειτονιά του σήμερα;

- Ναι. Keep Shelly in Athens. Μας βγήκε αβίαστα. Ακριβώς επειδή είναι η γειτονιά των παιδικών μας χρόνων, μας εμπνέει και την αγαπάμε.

- Πώς και δεν επιλέξατε να γίνετε γνωστοί μέσα από ένα τηλεοπτικό talent show αλλά ακολουθήσατε έναν πιο εναλλακτικό τρόπο;

- Πραγματικά δεν πιστεύουμε ότι επιλέξαμε κανέναν εναλλακτικό τρόπο. Αντίθετα τον κλασικό πατροπαράδοτο τρόπο με τα εργαλεία του σήμερα. Προσπαθούμε δηλαδή να παρουσιάσουμε τη μουσική μας στο κοινό με τον τρόπο που επιλέγουμε εμείς και όχι με τον τρόπο που θέλουν κάποιοι άλλοι, υπαγορεύοντάς μας το τι υποθετικά θα αρέσει στον κόσμο, τι πουλάει...

- Πώς λειτουργεί για εσάς το MySpace, το Facebook, το youtube και πώς τα εκμεταλλεύεστε;

- Είναι απαραίτητα εργαλεία για μια μπάντα του σήμερα που θέλει να επικοινωνήσει με ανθρώπους από όλον τον κόσμο, προσπαθώντας να ακουστεί η μουσική της.

- Το κλισέ παραμένει ότι το στοίχημα θα ήταν να γράφετε τραγούδια στα ελληνικά. Γιατί αγγλικά;

- Τα αγγλικά είναι μια παγκόσμια γλώσσα. Τα επιλέξαμε γιατί θέλαμε και εμείς να επικοινωνήσουμε με όσους περισσότερους ανθρώπους γίνεται. Φυσικά και μας ενδιαφέρει να απευθυνθούμε και να επικοινωνήσουμε με το κοινό και στη χώρα μας.

Comment

Ευγένιος Τριβιζάς: «Αισθάνομαι πολιορκημένος αλλά ευτυχής»

November 19, 2014 Sandy Tsantaki

Ο Ευγένιος Τριβιζάς βρισκόταν στο χιονισμένο Λονδίνο όταν επικοινωνήσαμε για τη συνέντευξή μας. Εγκληματολόγος, καθηγητής, ποιητής παραμυθιών, συγγραφέας, «σκιέρ, μα πάνω απ' όλα πατέρας». Δυσκολεύομαι να μετρήσω πόσα βιβλία του έχουν κυκλοφορήσει μέσα στη χρονιά που μας πέρασε, πόσες θεατρικές παραστάσεις φιλοξενούνται σε παιδικά θέατρα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, μαζί με 150 διηγήματα, κόμικς, αλφαβητάρια, μυθιστορήματα, όλα, γραμμένα στη δική του «τριβιζική» γλώσσα. «Όχι ως ηθικολόγος ή κήρυκας, αλλά ως μαγευτικός παραμυθάς», όπως έχει γράψει η Ιndependent. Και ευγενείς κυρίως ήρωες.

- Πόσες ώρες κοιμάστε, τι ονειρεύεστε και ποιο είναι το πρώτο πράγμα που κάνετε όταν ξυπνάτε;

- Κοιμάμαι αρκετά. Ευτυχώς όταν ονειρεύομαι, διάφορες ιδέες, λέξεις και εικόνες, προσπαθώ να τις ανακαλέσω και να τις καταγράψω το πρωί μόλις ξυπνήσω.

- Ποιο ήταν το βιβλίο που ολοκληρώσατε σε χρόνο ρεκόρ και ποιο εκείνο που σας βασάνισε για κάποιον άγνωστο λόγο ιδιαίτερα μέχρι σήμερα;  

- Στην πρώτη τους μορφή, πολλά βιβλία μου έχουν γραφτεί αυθόρμητα μέσα σε μέρες ή βδομάδες, όπως για παράδειγμα οι «Πειρατές της Καμινάδας» (εκδ. Ψυχογιός) ή η ιστορία δύο πειρατών που παίρνουν μια νύχτα Πρωτοχρονιάς τη θέση του Αη Βασίλη. Στην επεξεργασία των λεπτομερειών, όμως, αφιερώνω πολλαπλάσιο χρόνο. Πολλές φορές, η προσπάθεια να δώσω το σωστό όνομα σε ένα χαρακτήρα ή να βρω τις κατάλληλες λέξεις για την περιγραφή του κασκόλ μιας καμηλοπάρδαλης ή της γεύσης ενός φαρμακωμένου μήλου παίρνει περισσότερο χρόνο από το να γράψω ολόκληρο το βιβλίο. Το πιο περίπλοκο απ' όλα μου τα έργα είναι η «Φρουτοπία». Ένα «έπος» 1.700 σελίδων με πολυάριθμους χαρακτήρες.

- Γιατί έχετε επιλέξει να σνομπάρετε με τον τρόπο σας τους ενηλίκους;

- Δεν θα έλεγα ότι σνομπάρω τους ενηλίκους. Απεναντίας, προσπαθώ να τους πείσω να αφαιρέσουν τις παρωπίδες της σοβαροφάνειας και να τους θυμίσω ότι μπορούμε κάλλιστα να ενηλικιωνόμαστε χωρίς να χάνουμε τη φρεσκάδα της ματιάς και τη διάθεση για παιχνίδι, που είναι η ουσία της παιδικότητας. Ευτυχώς ποτέ δεν είναι αργά να ξαναγίνουμε παιδιά.

- Ποια είναι η πιο αυστηρή κριτική που σας έχει κάνει νεαρός αναγνώστης, κάτι που σας έβαλε ίσως σε σκέψεις;  

- Οι νεαροί αναγνώστες δεν χάνουν το χρόνο τους επικοινωνώντας με έναν συγγραφέα για να ασκήσουν κριτική. Η αυστηρότερη κριτική είναι η αδιαφορία τους για τα όσα γράφει.

- Γιατί πρέπει να υπάρχουν απαραιτήτως «κακοί» στα παιδικά παραμύθια αλλά και αντιστροφή των ρόλων;

- Στα παραμύθια μου προσπαθώ να δείξω ότι δεν υπάρχουν καλοί και κακοί χαρακτήρες και ομάδες, αλλά καλές και κακές πράξεις. Αυτό που έχει σημασία, επίσης, δεν είναι τόσο η αντίθεση «καλού» και «κακού», όσο το ποιος, πότε και γιατί ορίζει τι είναι «καλό» και τι είναι «κακό». Δεν έχει τόσο σημασία η πράξη, όσο η ερμηνεία της.

- Ποιους θα κλείνατε μέσα ισόβια;  

- Τους δεσμοφύλακες.

- Υπάρχουν παραμύθια, μυθιστορήματα, θεατρικά, ιστορίες, που θα προτιμούσατε να έχετε υπογράψει με ψευδώνυμο;

- Μπορεί να έχω υπογράψει μερικά, αλλά αυτό κανείς δεν το γνωρίζει.

- Τι θα μπορούσε να σταθεί εμπόδιο στην ασταμάτητη παραγωγή ιδεών και εικόνων;  

- Η σιωπή των δειλινών.

- Ποια είναι η πιο τυπική και ποια η πιο ασυνήθιστη αφιέρωσή σας σε βιβλίο;

- Αποφεύγω τις τυπικές αφιερώσεις. Μια από τις πιο ασυνήθιστες είναι εκείνη που έκανα σε διορθώτρια εκδοτικού οίκου, στην οποία αφιέρωσα όλα τα τυπογραφικά λάθη ενός βιβλίου.

- Πώς αισθάνεστε όταν υπογράφετε αυτόγραφα; Νιώθετε σταρ;

- Αισθάνομαι πολιορκημένος αλλά ευτυχής. Για τα παιδιά το αυτόγραφο δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά ευκαιρία για μια έστω και σύντομη προσωπική επικοινωνία. Γι' αυτό ζητάω από τα παιδιά να διαλέξουν το χρώμα του μολυβιού που θα χρησιμοποιήσω, τους ζωγραφίζω ένα περιστεράκι και τα ρωτάω αν θέλουν να φέρνει στο ράμφος του μια καρδούλα ή ένα αστεράκι, και άλλοτε τους δίνω μικροσκοπικά αυτόγραφα σε κομματάκια.

- Πώς μπορεί ένας συγγραφέας παιδικών βιβλίων να γίνει πλούσιος;  

- Ανακαλύπτοντας χάρτες θησαυρών σε αμπάρια πειρατικών καραβιών, κάτι πολύ απλό αν στις ιστορίες που γράφει πρωταγωνιστεί ο ίδιος.

- Ποιο είδος συγγραφής θα ήταν αυτό που δεν θα σας συγκινούσε ποτέ με τη δικαιολογία ότι δεν έχετε ταλέντο και σε αυτό;

- Αδυνατώ να γράψω ρεαλιστικά λογοτεχνήματα. Βγαίνουν ψεύτικα και προσποιητά. Ενώ όταν γράφω παραμύθια, βγαίνουν γνήσια και πειστικά.

- Ποιο θεωρείτε το πιο συναρπαστικό και ποιο το πιο άχαρο κομμάτι της δουλειάς σας;  

- Πιο συναρπαστικές θεωρώ τη στιγμή της έμπνευσης και την ολοκλήρωση μιας ιστορίας. Το πιο άχαρο κομμάτι είναι οι διαδικασίες των τυπικών, συμφωνίες με θεατρικούς επιχειρηματίες και εκδοτικούς οίκους.

Comment

Alexander Rybak: Η ζωή μετά τη Eurovision

November 18, 2014 Sandy Tsantaki

 Ο Αλεξάντερ Ρίμπακ ανήκει στους ανθρώπους που δύσκολα θα αντιπαθήσεις. Νομίζεις, ελπίζεις, εύχεσαι ότι θα είναι καβαλημένος, πως δεν θα μπορεί να μιλήσει, θα είναι θρασύς και άπειρος στα 20 κάτι του χρόνια. Αλλά κάτι κάνει και είναι από το πρώτο λεπτό συμπαθής. Χωρίς να έχει κανέναν από δίπλα του για να τον δασκαλεύει. Το επικοινωνιακό χάρισμα του Νορβηγού βιολιστή φάνηκε αμέσως στην πρώτη μας συνάντηση σε ελληνικό έδαφος στην οικία του Νορβηγού πρέσβη.

Μπορεί να χτυπούσαν διαρκώς τα κινητά με ringtone το «Fairytale», το τραγούδι που απέσπασε την πρωτιά στη Γιουροβίζιον, να μην μπορούσε να δει από τα μικρόφωνα των τηλεοπτικών συνεργείων, να γνωρίζει ότι σε κάθε του βήμα τον ακολουθεί κάμερα της νορβηγικής τηλεόρασης (η ζωή του τώρα και σε ντοκιμαντέρ), αλλά ο Αλεξάντερ Ρίμπακ (και όχι Ράιμπακ όπως τον αποκαλούν αρκετοί λανθασμένα) ξέρει ότι όλοι τον αντιμετωπίζουν σαν προϊόν, και μάλιστα με ημερομηνία λήξεως που ο ίδιος έχει προκαθορίσει. «Ξέρω ότι σε τέσσερα χρόνια δεν θα είμαι τόσο δημοφιλής όσο σήμερα...».

Ναι, άλλαξε η ζωή του. Ναι, του ζητούν να παίζει σε μουσικά φεστιβάλ. Ναι, λέει πολλά όχι, γιατί δεν προλαβαίνει. Χωρίς να γκρινιάζει ούτε μια στιγμή. Η ζωή μετά τη Γιουροβίζιον. Για τις λίγες ώρες που έμεινε στην Αθήνα φρόντισε να είναι απλώς ο εαυτός του. Αυτοσαρκάστηκε, αστειεύτηκε, δήλωσε άγνοια. Στήθηκε στους φωτογράφους με το βιολί. Σε άριστη κατάσταση αυτή την φορά, όχι «ξεμαλλιασμένο» όπως την βραδιά του τελικού. Φίλη δασκάλα μουσικής σε σχολείο μου είπε πως οι μαθητές της την ρωτούσαν μετά την Γιουροβίζιον «τι έγινε με τις. ..τρίχες» και εννοούσαν φυσικά τις χορδές. Δεν πειράζει. Ακόμη και έτσι, η κλασική μουσική, ή έστω στην ποπ εκδοχή της, οδηγεί περισσότερους νέους ανθρώπους σε ωδεία.

Χαιρόμαστε που δεν μίλησε με κλισέ για τον Σάκη Ρουβά, δεν «τσίμπησε» στις ερωτήσεις των δημοσιογράφων για σταριλίκια. Αν γνωρίζει Ελληνες μουσικούς; «Θαυμάζω τον Μίκη Θεοδωράκη. Η παραδοσιακή μουσική είναι ό,τι πιο αγνό υπάρχει. Υπάρχουν πολλές ομοιότητες στη δημοτική μουσική της Ελλάδας και αυτή των βόρειων χωρών. Ξέρω κι ορισμένους καλούς ντιτζέι. Αυτό είναι το στιλ της μουσικής που μου αρέσει. Οτιδήποτε είναι εύκολο να καταλάβω». Αν σκέφτεται να κάνει κάτι για το περιβάλλον; «Για να είμαι ειλικρινής, δεν είμαι τόσο έξυπνος. Για να βοηθήσω στα μεγάλα πράγματα. Υπάρχουν ειδικοί γι' αυτά. Θα πάω να τραγουδήσω σ' ένα νοσοκομείο για παιδιά. Δεν θ' αλλάξω τον κόσμο. Δεν είμαι καλός σ' αυτό. Δεν είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για να ξεκινήσω την επανάσταση».

Comment

Marcel Marongiu: «Εμπνέομαι διαρκώς από τα αρχαία ελληνικά γλυπτά»

November 14, 2014 Sandy Tsantaki

Τον Μαρσέλ Μαρονγκί (Marcel Maringiu) τον γνωρίζαμε και σόλο, πολύ πριν δεσμευτεί να αναλάβει την καλλιτεχνική διεύθυνση, μαζί και νεκρανάσταση του οίκου Guy Laroche. Πριν από καιρό βρέθηκε σε διοργάνωση μόδας στο Μέγαρο Εθνικής Ασφαλιστικής (Athens Xclusive Designers Week) για μια πασαρέλα εμπνευσμένη από τις δεκαετίες του 50 και του 60, με σύγχρονες τεχνικές και πατρόν δανεικά από τα αρχεία του παρελθόντος. Δεν πειράζει. Δεν έχουν απομείνει και πολλοί σχεδιαστές μόδας της γενιάς του που να παίζουν στα δάχτυλα τις μανιέρες Ντιόρ, Μπαλενσιάγκα, Φαθ, Σανέλ.

Υποστηρικτής των καθαρών γραμμών και της απουσίας χρώματος, μοιάζει να έχει τις ίδιες προτιμήσεις και στα σπίτια που μένει ή σχεδιάζει, αν μπορούμε να κρίνουμε τουλάχιστον από τα λευκώματα που βλέπουμε για τους σύγχρονους σχεδιαστές που αποθεώνονται σαν σταρ. «Στη μόδα, σημασία έχει το περίγραμμα και ο τρόπος που συνδυάζονται τα πράγματα μεταξύ τους. Το ίδιο ισχύει και στη διακόσμηση, όπως και στην  τέχνη».

Στον Μαρσέλ Μαρονγκί αρέσει να μπερδεύει διαφορετικά στυλ και κουλτούρες, να σκαλίζει ιστορικές περιόδους για να τις κάνει αγνώριστες. Κολλημένος με το 50 και το 60 αλλά και τον 18ο αιώνα, η βασική χρωματική παλέτα παραμένει πάντα η ίδια: μαύρο, γκρίζο, λευκό, μπεζ. «Πηγαίνουν σχεδόν με όλα και ενισχύουν στοιχεία που προσθέτω αργότερα», λέει. «Πρέπει πάντα σαν δημιουργός να αφήνεις ένα μικρό κενό, μέσα από το οποίο, ο καθένας μπορεί να καταθέσει κομμάτια του εαυτού του».

Δεν πιστεύει στις τάσεις. «Δεν έχει νόημα η αλλαγή για την αλλαγή. Με ενδιαφέρει η συνέχεια μέσα από την αλλαγή. Ένας άνθρωπος δεν αλλάζει από τη μια σεζόν στην άλλη. Έχει το προσωπικό του στυλ, έναν τρόπο να υπάρχει και να ζει. Με ενδιαφέρουν οι άνθρωποι που βλέπουν τη ζωή σαν αδιάσπαστη αλληλουχία. Χτίζουμε τους εαυτούς μας, κομμάτι κομμάτι. Από την άλλη, δεν μου αρέσει να ζω στατικά, και ακόμη κι αν οι προτιμήσεις μου παραμένουν σταθερές, μου αρέσει να εξελίσσομαι μέσα σε αυτό το πλαίσιο».

Είναι ένας ντιζάινερ που μπερδεύει την τέχνη με τη μόδα, χωρίς να φωνάζει ποτέ τι τον ενέπνευσε, τον ενδιαφέρει κυρίως η διαχρονικότητα και αυτό δεν είναι και πολύ συνηθισμένο στις μητροπόλεις μόδας. Δεν υπάρχει καμία ανάγκη για διακοσμήσεις στα ρούχα που φτιάχνει. Αφηγείται ιστορίες με δαντέλα, βελούδο, είναι αυθεντία στα πλεκτά.

Προδίδει το σώμα, δεν το καλύπτει, με αεροδυναμικές, στρετς προτάσεις. Πουλάει, όχι απαγορευτικά ακριβά ρούχα και αξεσουάρ, στη Γαλλία, τη Σουηδία, την Αγγλία, την Ιταλία, την Ιαπωνία, την Αμερική και την Ελλάδα.

Αγαπημένοι του σχεδιαστές ο Ζακ Φαθ και ο Κριστιάν Ντιόρ, δημιουργοί που σημάδεψαν τις δεκαετίες του 40 και του 50, περίοδος που στοιχειώνει το έργο του. Ακούει χαρντ ροκ μουσική, ονόμασε την εταιρία του «Permanent Vacation» από τον τίτλο ενός άλμπουμ των Άεροσμιθ. Εμπνέεται επίσης από τον ζωγράφο Nicholas de Stael, τον συγγραφέα Γκράχαμ Γκριν, τους κινηματογραφιστές Μάρτιν Σκορσέζε και Πίτερ Γκρίναγουεϊ.

Παράγει άλλοτε μπαρόκ κι άλλοτε αρχαιοελληνικές υφασμάτινες ιστορίες. Και οι δεκαετίες; Γιατί δεν εξελίχτηκε μαζί τους; «Πιστεύω ότι η δεκαετία του 80 είχε να κάνει με την εμφάνιση, το χρήμα και τη στολή της εξουσίας. Ο πελάτης ήταν ξαφνικά αόρατος καθώς τα μίντια, οι φωτογράφοι και οι στυλίστες έφτασαν στα άκρα για να σοκάρουν και να εκπλήξουν ο ένας τον άλλον μέσα από εξωπραγματικά σούπερ μοντέλα», λέει. «Είμαστε αντιμέτωποι με μια νέα εποχή, στην οποία ο σχεδιαστής πρέπει να αποκτήσει ξανά επαφή με τον πελάτη και να τον κάνει να νιώσει ότι η μόδα μπορεί να είναι διασκεδαστική και εύκολη. Γι' αυτό και προσπαθώ να κάνω ενδιαφέροντα, προσωπικά ρούχα - εύκολα να μπερδευτούν μεταξύ τους και κυρίως, σε προσιτές τιμές. Πιστεύω ότι τα ρούχα τα φοράμε για να επικοινωνήσουμε τον χαρακτήρα μας. Γι' αυτό και οι λεπτομέρειες πρέπει να αποφεύγονται, προκειμένου να μη χαθεί στο μήνυμα».

Περηφανεύεται ότι τα ρούχα είναι 100% γαλλικά. Η συλλογή με τα δείγματα παράγεται στο ατελιέ του στο Παρίσι, μέχρι το 1996 είχε Σουηδούς χρηματοδότες, αργότερα Ιάπωνες. Το CNN έλεγε τότε ότι «ο Μαρσέλ Μαρονγκί μας βοήθησε να ακολουθήσουμε μια νέα τακτική στη μόδα». Τον Νοέμβριο του 2007 ανέλαβε σαν καλλιτεχνικός διευθυντής τον οίκο Guy Laroche.

Πιστεύει στην Ελλάδα, ακόμη και τώρα, μέσα στην κρίση, θεωρεί ότι «είναι μια σημαντική αγορά για εμάς, με μια μακροχρόνια, πετυχημένη ιστορία». Γιατί διάλεξε όμως τη μόδα για επάγγελμα; «Επειδή η μόδα είναι εξαιρετικά σημαντική σαν εργαλείο επικοινωνίας και αποπλάνησης. Δεν μετανιώνω για τίποτα. Είναι μια πολύ συναρπαστική δουλειά, ακόμη κι αν σου προκαλεί στρες κι είναι τόσο απαιτητική».

Σπούδασε οικονομικά και σχέδιο μόδας. Τον ρωτάω τι πρέπει να κάνουν οι Ελληνες σχεδιαστές για να πάνε μπροστά… «Να είναι αληθινοί με τις ιδέες τους. Να εμπιστεύονται το ένστικτό τους». Στο παρελθόν είχε στις συλλογές του ελληνικές αναφορές. Τι θα τον ενέπνεε σήμερα από την Ελλάδα; «Πάντα το ντραπάρισμα. Εμπνέομαι διαρκώς από τα αρχαία ελληνικά γλυπτά». Εκείνο που επιθυμεί είναι οι άνθρωποι να ζουν τις φαντασιώσεις τους. «Δίνοντάς τους την προοπτική να εκφραστούν», όπως εξηγεί. Δεν τον ενδιαφέρουν οι λεπτομέρειες, ενδιαφέρεται για τη σιλουέτα. Πώς πιστεύει άραγε ότι θα θυμόμαστε τις δεκαετίες του 2000 ή του 2010; «Σαν τις δεκαετίες των ρεμίξ, των διασκευών».

Comment

Guerrilla Girls: «Υπάρχει μια τραγωδία στο Μπρόντγουέι και δεν είναι η Ηλέκτρα»

November 12, 2014 Sandy Tsantaki

Εάν δεν έχεις ξανασυναντήσει τις Guerilla Girls, και ειδικά αν ετοιμάζεσαι για μια συνέντευξη μαζί τους, και μόνο η ιδέα ότι πρόκειται για γυναίκες, απροσδιορίστου ηλικίας, που φορούν μάσκα γορίλα, δεν τη βγάζουν ποτέ, υπάρχουν από τη δεκαετία του 80 για να αποκαλύπτουν και να υπονομεύουν τις κυρίαρχες λογικές και διηγήσεις της σύγχρονης οπτικής κουλτούρας, δημιουργεί έναν μύθο που μεταφράζεται μάλλον σε άγχος. Οι Guerilla Girls λοιπόν, οι γνωστές-άγνωστες, φεμινίστριες - ακτιβίστριες - καλλιτέχνιδες, για την ακρίβεια τρεις Guerilla Girls, βρέθηκαν στην Αθήνα, για ένα εναλλακτικό σεμινάριο δημιουργίας αφίσας.

Φανταστείτε λοιπόν τρεις συνηθισμένες γυναίκες, με ροζ, ριγέ πουκαμισάκι, κίτρινα βαμμένα νύχια, ανταύγειες στα μαλλιά, σκουλαρίκια με το σύμβολο της ειρήνης και μαύρες μάσκες με μοβ λεπτομέρειες, που αφήνουν -ευτυχώς για όλους- ελεύθερο το στόμα, οι οποίες, κάθονται ανάμεσα σε μικρές ομάδες γυναικών, που δεν ξεπερνούν τις 12 ή τις 15, κόβουν φωτογραφίες από περιοδικά, κουβεντιάζουν, ζωγραφίζουν κύκλους με ανθρώπους που αγκαλιάζονται, χρησιμοποιούν πολύχρωμους μαρκαδόρους, κόλλες, ψαλίδια, για να γράψουν στα αγγλικά λέξεις και έννοιες όπως «σεβασμός», «αλληλεγγύη», «κοινωνική ευθύνη», «διαφορετικότητα»...

Έχει προηγηθεί και προβολή με προηγούμενες αφίσες, πόστερ, μηνύματα στο χαρτί, για να εμπνευστούν οι Ελληνίδες πλέον για χιουμοριστικές και προκλητικές πολιτιστικές παρεμβάσεις. «Ένας για όλους. Ολοι για έναν. Πάρτε τον κόσμο στα χέρια σας», «Πρέπει να γδυθούν οι γυναίκες για να μπουν μέσα στο Μουσείο Μετ;» και «Ο ανατομικά ορθός Οσκαρ. Είναι λευκός και άνδρας, όπως ακριβώς και οι άνδρες που τον κερδίζουν». Η καλύτερη αφορμή για μια συνέντευξη με μάσκες.

Όχι, δεν μάθαμε τα πραγματικά τους ονόματα. Ναι, μας συστήθηκαν με τα ψευδώνυμά τους, αυτά που δανείζονται από γυναίκες καλλιτέχνιδες που δεν ζουν πια. Καμιά τους δεν είχε ξαναέρθει στην Αθήνα και είχαν μόλις προσγειωθεί από τη Σλοβενία και την Ουγγαρία, χωρίς να μπορούν να πουν τίποτα για την πόλη. Ακόμη. Κρύβουν μια παιδικότητα, είναι ιδιαίτερα φιλικές και χαλαρές με γυναίκες που έχουν μόλις γνωρίσει, προτείνουν χωρίς να επιβάλλουν κάτι. Και αν το θέμα είναι φεμινισμός και δικαιοσύνη, ξέρουν πώς να το αντιμετωπίζουν σαν παιχνίδι, με τον άγνωστο για τις ίδιες Αλέξη Τσίπρα, φρεσκοκομμένο από εφημερίδες, μέσα σε κολάζ, ανάμεσα σε τίτλους, δανεικούς από μηνιαία περιοδικά και διαφημίσεις ομορφιάς.

- Τι σας έφερε στην Αθήνα;

- Μας προσκάλεσε το Κέντρο Ερευνών για τις Γυναίκες της Μεσογείου να κάνουμε ένα σεμινάριο επικεντρωμένο στις αφίσες - το αποκαλούμε «Μετατρέψτε τη συμπεριφορά σας σε ακτιβισμό». Υπάρχουν τρία μέλη των Guerilla Girls σε περιοδεία εδώ: η Αφρα Μπεν, η Μάγια Ντέρεν και η Τζούλια Τσάιλντ. Η Αφρα Μπεν (1640-1689) ήταν μία από τις πρώτες επαγγελματίες γυναίκες συγγραφείς της Αγγλίας που έβγαλαν χρήματα ως συγγραφείς, η Μάγια Ντέρεν ήταν μια Αμερικανίδα αβάν-γκαρντ κινηματογραφίστρια και θεωρητικός του σινεμά (μαζί και χορογράφος, χορεύτρια, ποιήτρια, συγγραφέας και φωτογράφος), η Τζούλια Τσάιλντ Αμερικανίδα σεφ και συγγραφέας.

- Αν σας ζητούσαμε να σχεδιάσετε μια αφίσα για τη σύγχρονη Αθήνα ή Ελλάδα, τι θα φτιάχνατε;

- Ευχόμαστε να έχουμε εμπνεύσει τις μαθήτριες της Αθήνας να δημιουργήσουν αυτό το πόστερ. Δεν υποθέτουμε ότι γνωρίζουμε τα πάντα για την κατάσταση εδώ. Δείχνουμε τις τεχνικές και τις στρατηγικές που χρησιμοποιούμε εδώ και μια δεκαετία, για να μιλήσουμε για σεξισμό, πολιτική, βία εναντίον των γυναικών, μέσα από μια οπτική κατάθεση. Περιοδεύουμε στον κόσμο με αυτά τα σεμινάρια και έχουμε μόλις έρθει από τη Σλοβενία και την Ουγγαρία, όπου στήσαμε αντίστοιχα workshops. Το μοναδικό έργο που έχουμε κάνει με «ελληνικό» θέμα ήταν ένα πόστερ που φτιάξαμε για την έλλειψη ισότητας για γυναίκες στο θέατρο στη Νέα Υόρκη. Γράφει: «Υπάρχει μια τραγωδία στο Μπροντγουέι και δεν είναι η Ηλέκτρα».

- Εχετε σκεφτεί να αλλάξετε μάσκες και κόνσεπτ;

- Από τότε που οι Guerilla Girls ξεκίνησαν περιοδεία, συμπεριλάβαμε και καλλιτέχνες που ξέρουν τι σημαίνει περφόρμανς και θέατρο, οπότε αναγκαστήκαμε να αναθεωρήσουμε τις απόψεις μας για τις μάσκες γορίλα που καλύπτουν ολόκληρο το κεφάλι και να δημιουργήσουμε μισές, κομμένες μάσκες, που επιτρέπουν στο στόμα μας να μένει γυμνό. Μπορούμε να επικοινωνήσουμε με το κοινό μας πολύ καλύτερα με αυτόν τον τρόπο και να αλλάξουμε τις μάσκες γορίλα με άλλες μάσκες που κατασκευάζουμε σε ορισμένες από τις υπόλοιπες παραστάσεις μας. Οι αυθεντικές, τεράστιες λαστιχένιες μάσκες γορίλα που φορούσα σαν μέλος του αυθεντικού γκρουπ δεν ήταν ιδιαίτερα φιλικές στα θεάματα.

- Τι φορούν οι Guerilla Girls στις Απόκριες ή στο Halloween, που είναι τώρα;

- Ντυνόμαστε σαν νεκρές γυναίκες καλλιτέχνιδες.

- Ποιες υπήρξαν οι πιο εκκεντρικές αντιδράσεις έως σήμερα;

- Κάποιος απείλησε να μας σκοτώσει για το φεμινιστικό μας μήνυμα. Αυτό ήταν σε μια πολιτεία όπου μπορούσες να αγοράσεις όπλο αν ήσουν πάνω από 18 χρόνων, οπότε το πήραμε μάλλον σοβαρά. Οι φοιτητές στο πανεπιστήμιο αναστατώθηκαν πολύ, γι' αυτό και δημιούργησαν ορισμένες φανταστικές αφίσες ενάντια σε αυτήν την απειλή.

- Τι έχει αλλάξει για τις Guerilla Girls από το 1985;

- Η αυθεντική ομάδα χωρίστηκε σε τρία, νέα και ανεξάρτητα γκρουπ το 2001. Το κάναμε γιατί θέλαμε να διευρύνουμε την οπτική μας. Οι Guerilla Girls σε περιοδεία ιδρύθηκαν από τρία μέλη της πρώτης ομάδας που ήταν καλλιτέχνες του θεάτρου και η αποστολή μας είναι να περιοδεύουμε στον κόσμο με θεάματα και θέατρο του δρόμου που αποδεικνύουν ότι οι φεμινίστριες είναι αστείες. Τα περισσότερα από τα σόου μας πλέον αναμεταδίδονται ζωντανά. 

- Πιστεύετε ότι η κατάσταση βελτιώνεται;

- Ναι, αλλά συχνά είναι δύο βήματα μπροστά, ένα πίσω. Υπάρχει ένας κατακλυσμός από συντηρητική σκέψη στην Αμερική αυτόν τον καιρό και η Νέα Υόρκη (εκεί όπου είναι και η βάση μας) έχει βιώσει μια αιφνίδια επιδημία από εγκλήματα μίσους τους τελευταίους μήνες. Ολα είναι πολύ περίεργα και ορισμένες φορές τρομακτικά. Οπότε, συνεχίζουμε να πολεμάμε.

- Ποιες γυναίκες σάς εμπνέουν σήμερα;

- Η καινούργια μας περφόρμανς έχει τίτλο «Αν αντέχεις τη θερμότητα: Η ιστορία των γυναικών και του φαγητού». Ένα από τα πράγματα που εντοπίσαμε εξελίσσοντας το συγκεκριμένο κομμάτι είναι ότι το 70% των αγροτών διεθνώς είναι γυναίκες, που παράγουν το 50% όλης της τροφής στις αναπτυσσόμενες χώρες, και όμως έχουν στην κατοχή τους μόλις το 2% της γης που καλλιεργούν. Αυτές οι αγρότισσες είναι που μας εμπνέουν.

- Τι σας κάνει να φωνάζετε, να κλαίτε, να γελάτε;

- Ο σεξισμός, ο σεξισμός, ο σεξισμός.

 

Comment

O Saburo Teshigawara και το …κοράκι στα γιαπωνέζικα

November 10, 2014 Sandy Tsantaki

Ο Σαμπούρο Τεσιγκαουάρα (Saburo Teshigawara) δεν μιλάει πολύ. Μάλλον προτιμά να συστήνεται σαν άνθρωπος - ορχήστρα και να στήνει σε κάθε πόλη που πηγαίνει ένα θεαματικό one-man show, για το οποίο έχει φροντίσει και την τελευταία λεπτομέρεια. Υπογράφει τη χορογραφία, τα σκηνικά, το ντιζάιν των φωτισμών, τα κοστούμια, τη μουσική σύνθεση και φυσικά είναι ο μοναδικός χορευτής στη σκηνή. Ενας Ιάπωνας καλλιτέχνης που στη συνέντευξή μας θέλησε να είναι μάλλον φειδωλός.… Θεωρείται είδωλο στην Ιαπωνία, είναι χορογράφος-σταρ στην Ευρώπη, «συνολικός» αλλά και στοχαστικός δημιουργός…

Λένε πως το σώμα του κινείται σαν κορδέλα, σαν υδράργυρος, και έχεις την αίσθηση ότι, αν ψάξεις κάτω από το δέρμα του, δεν θα βρεις κόκαλα που να εμποδίζουν τη ροή της κίνησης. Το «Miroku» είναι ένα σόλο κομμάτι που ερμηνεύει ο ίδιος, «μια στοχαστική εξερεύνηση της σχέσης ανάμεσα στον χώρο και στο φως, εμπνευσμένη από τον μοντέρνο χορό, τις πολεμικές τέχνες και το κίνημα μπούτο». Για τον 57χρονο Τεσιγκαουάρα η αίσθηση του χρόνου προκύπτει από την κίνηση του σώματος και ο χώρος, από την κίνηση και τον χρόνο.

Χρόνος, χώρος, φως, ευπάθεια, ακρότητα, ταχύτητα.… Το μπλε σκηνικό που θυμίζει κουτί αλλάζει φάση και προοπτική κάθε λεπτό, με τον τρόπο που αλλάζουν κάθε τόσο οι φωτισμοί. Καθώς στήνεται μόνος σε αυτό το περιβάλλον, το σώμα του Σαμπούρο Τεσιγκαουάρα ξεκινά να αφηγείται την ιστορία. Μόνος του για μία ώρα στη σκηνή, κινείται όπως ο αναρριχώμενος κισσός, με παρτενέρ τους φωτισμούς του, «ένα σύμπαν χρωμάτων», όπως λέει, μαζί και «συμβολισμών».

Τον ρωτάω αν νιώθει ποτέ μοναξιά όταν βρίσκεται πάνω στη σκηνή… «Όχι. Ποτέ». Προτιμά να φιλοσοφεί τη ζωή. Στο ερώτημα ποιος είναι ο μεγαλύτερος φόβος του ή αν τον αγχώνει κάτι, λέει: «Νιώθω φόβο. Ή μπορώ να πω ότι ενδιαφέρομαι για πράγματα που δεν μπορώ ακριβώς να προσδιορίσω ή να ονομάσω. Από την άλλη, οτιδήποτε μπορεί να εξελιχτεί ξαφνικά σε φόβο ή συμπάθεια. Ετσι είναι ο κόσμος και έτσι ακριβώς ζουν οι άνθρωποι».

Η πρεμιέρα του «Miroku» έγινε στις 8 Δεκεμβρίου του 2007 στο Νέο Εθνικό Θέατρο του Τόκιο. Το 2008 η εφημερίδα Liberation έγραφε ότι «το Miroku ικανοποίησε τους θεατές με τη φυσική του ομορφιά, τη βοήθεια του φωτισμού και των γρήγορων εφέ. Αποτραβηγμένος, ο καλλιτέχνης μάς συνεπήρε με μια αδιάκοπη ονειροπόληση. Συναρπαστικό».

Άλλοι κριτικοί έχουν μιλήσει για «καλλιτεχνικό μικρόκοσμο» αλλά και «ποιητική ομορφιά». Το πρώτο μισό του κομματιού έχει να κάνει με τη ζωή που γεννιέται μέσα στο σκοτάδι, σαν να επέπλεε στο νερό. Οι μεταλλικοί ήχοι προσθέτουν κάτι μάλλον μεταφυσικό στο θέαμα που έχει στήσει ο Σαμπούρο Τεσιγκαουάρα.

Η κίνησή του είναι ήρεμη. Σχεδόν τελετουργική. Τον ρωτάω με ποιον τρόπο η παράσταση με τίτλο «Miroku» είναι διαφορετική στη σκηνή και στο βίντεο, αν η τελειότητα αφήνει περιθώρια για συναισθήματα.… «Ένας ζωντανός άνθρωπος ερμηνεύει. Δεν έχω κανένα απολύτως ενδιαφέρον για την τελειότητα».

Άραγε πόσο συχνά πρέπει να εξασκείται, πώς είναι η καθημερινότητα ενός τόσο απαιτητικού χορογράφου και ερμηνευτή ταυτόχρονα; «Η μελέτη, αρκεί να συνοδεύεται από χαρά, πρέπει να πραγματοποιείται στο μίνιμουμ και στο μάξιμουμ».

Ο Σαμπούρο Τεσιγκαουάρα έφτιαξε την ομάδα KARAS (που σημαίνει κοράκι στα γιαπωνέζικα), το 1985, μαζί με τη χορεύτρια Κέι Μιγιάτα. Αν έχει αλλάξει κάτι με τα χρόνια; «Εξακολουθούμε να θέλουμε να αντιμετωπίζουμε προκλήσεις. Δεν υπάρχει τέλος στην περιπέτειά μας».

Ευκολότερα μάλλον συνεργάζεται με άλλους χορευτές και ομάδες, Κρατικό Μπαλέτο της Βαυαρίας, Μπαλέτο της Εθνικής Οπερας του Παρισιού, Nederlands Dans Theater. Αναρωτιέμαι ποια είναι η φιλοσοφία που θέλει να περάσει σε νεότερους συναδέλφους του… «Προσπαθώ να τους κάνω να συνειδητοποιήσουν με ποιον τρόπο μπορούν να αντιμετωπίσουν το ανθρώπινο σώμα σαν μια ζωή, που είναι το πιο σημαντικό πράγμα πολύ πριν από τον χορό ή τη χορογραφία». Η παράσταση Μιρόκου διαρκεί ακριβώς 60 λεπτά. Τι σχέση έχει με τον χρόνο; «Στην τέχνη μου δεν υπάρχει τίποτα που να υφίσταται από την αρχή. Από κάθε κομμάτι, δημιουργείται ένας συγκεκριμένος χρόνος. Αυτός ο χρόνος είναι σωματικός χρόνος, και δεν εξελίσσεται με σταθερή ταχύτητα».

Comment

Pierre Thoretton: «Ο Saint Laurent και ο Βerge δούλευαν μια ζωή, δεν έκαναν διακοπές…»

November 10, 2014 Sandy Tsantaki

Ένας νέος καλλιτέχνης που ψάχνει να βρει χορηγό για την έκθεσή του γίνεται ξαφνικά αφηγητής της κοινής ζωής ενός θρύλου της μόδας και του συνεργάτη του, μιας ιστορίας μόδας, τέχνης και αγάπης που διήρκεσε 50 χρόνια. O σκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ «L'Amour Fou», Πιερ Τορετόν (Pierre Thoretton), βρέθηκε στην Αθήνα, καλεσμένος του 12ου Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου. Η συνέντευξή μας έγινε στο μπαρ του ξενοδοχείου Μεγάλη Βρεταννία. Γοητευτικός, λίγο Γκαστόνε, με πονηρό βλέμμα. Τώρα καταλαβαίνω γιατί τον εμπιστεύτηκε ο Πιερ Μπερζέ να του μιλήσει για την κοινή του ζωή με τον Ιβ Σεν Λοράν, του άνοιξε τα αρχεία, τον πήρε μαζί του στο σπίτι στο Μαρακές, του επέτρεψε να κινηματογραφήσει ακόμη και την δημοπρασία στον οίκο Christie's με τα έργα τέχνης από την προσωπική τους συλλογή με τον Ιβ Σεν Λοράν που έγιναν ανάρπαστα. Η δική μας συνομιλία διήρκεσε ακριβώς 20 λεπτά. Η δική τους 1 ώρα και ένα τέταρτο, κάθε εβδομάδα…

- Ποια ακριβώς είναι η σχέση σας με τον κόσμο της μόδας;

- Καμία απολύτως. Σήμερα, μετά την ταινία, προφανώς και υπάρχει ένα ενδιαφέρον για τον χώρο της μόδας. Ωστόσο πριν, δεν είχα καμία απολύτως επαφή. Δεν ήξερα καν τι σημαίνει μόδα.

- Ακόμη και σήμερα όμως γνωρίζετε μόνο αυτή την πλευρά της ιστορίας. Αυτό το κομμάτι της μόδας, στον οίκο υψηλής ραπτικής και πρετ-α-πορτέ του Ιβ Σεν Λοράν.

- Βασικά αυτό που με ενδιέφερε κυρίως ήταν η σχέση ανάμεσα σε αυτό το ζευγάρι, του Πιερ Μπερζέ και του Ιβ Σεν Λοράν, η οποία ήταν και μακροχρόνια, κράτησε μισό αιώνα. Πρόκειται για ένα ζευγάρι λαμπερό πραγματικά, το οποίο ήταν πετυχημένο στον χώρο της υψηλής ραπτικής αλλά και σε οποιονδήποτε άλλον τομέα και αν ήταν πιστεύω ότι θα ήταν εξίσου πετυχημένο. Οπότε ήταν αυτοί ακριβώς που με ενδιέφεραν περισσότερο, το πώς κατόρθωσαν ουσιαστικά να αντισταθούν σε όλο αυτό το περιβάλλον στο οποίο ζούσαν.

- Ο Πιερ Μπερζέ, όπως φαίνεται στο φιλμ, δεν είναι ο άνθρωπος που λέει εύκολα ναι. Δεν φαντάζομαι ότι ήταν εύκολο να εισπράξετε μια θετική απάντηση από τον Πιερ Μπερζέ.

- Δεν ήταν δύσκολο. Πολύ απλά γιατί δεν μπορείς να πείσεις τον κ. Μπερζέ. Μπορείς απλώς να τον ρωτήσεις. Αν είναι εντάξει ή δεν είναι εντάξει με αυτό που του προτείνεις. Και μετά το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να περιμένεις. Η πίεση υπάρχει μόνο για σένα. Και περιμένεις και περιμένεις. Εγώ χρειάστηκε να περιμένω 10 μέρες. Δεν είναι πολύ.

- Πώς γνωριστήκατε με τον Πιερ Μπερζέ;

- Εχουν περάσει 12 χρόνια από την πρώτη μας συνάντηση. Τον γνώρισα πριν από 12 χρόνια ακριβώς, χάρη στη γιαγιά ενός φίλου μου -γιατί έχω πολλούς φίλους και πολλές γιαγιάδες φίλων-, την Κατρίν Ντενέβ, η οποία με έφερε σε επαφή με τον Πιερ Μπερζέ, γνωρίζοντας ότι τότε εγώ ήμουν καλλιτέχνης και έψαχνα χρήματα για κάποιο πρότζεκτ που ήθελα να κάνω, που δεν ήταν τυχαίο, ήταν πραγματικά στρατευμένο και πολύ ριζοσπαστικό. Όντως κατόρθωσα να πείσω τον Πιερ Μπερζέ να γίνει χρηματοδότης της έκθεσης και έκτοτε ξαναβρεθήκαμε πολλές φορές. Είχαμε ραντεβού κάθε Πέμπτη, στην μπρασερί Lipp. Στη συνάντησή μας που διαρκούσε πάντα μία ώρα και ένα τέταρτο ακριβώς, συζητούσαμε διάφορα θέματα, για τη ζωή, τη λογοτεχνία, τα παιδιά, την τέχνη, τον θάνατο, τον έρωτα, την αλήθεια, γενικότερα ήταν κάθε φορά ένας καινούργιος κόσμος για μένα.

- Ακολουθήσατε τον Πιερ Μπερζέ με το συνεργείο στο Μαρακές, στα μέρη όπου έζησαν μαζί με τον Ιβ Σεν Λοράν. Υπήρχαν μέρη απαγορευμένα για τις κάμερες;

- Η αλήθεια είναι ότι από τη στιγμή που είχα την άδεια να προχωρήσω στα γυρίσματα και να φτιάξω την ταινία, είχα πρόσβαση στα πάντα. Απολύτως. Οπότε μαζί με την ομάδα μου, έχοντας αυτό το «δικαίωμα», ουσιαστικά φτάσαμε στο σημείο οι ίδιοι να θέσουμε κάποια όρια και να πούμε «όχι αυτό δεν θα το κάνουμε γιατί είναι ζήτημα πλέον ευγένειας». Και αυτήν την ευγένεια δεν μας την επέβαλε κανένας.

- Υπήρχαν ιστορίες που έμειναν απέξω; Εικόνες που έπρεπε να μείνουν εκτός για να προφυλάξετε ίσως δύο ανθρώπους-μύθους για την ιστορία της Γαλλίας;

- Αυτό που βλέπετε στην ταινία είναι η ζωή τους. Η ζωή του Ιβ Σεν Λοράν και του Πιερ Μπερζέ. Δεν είναι δυο άνθρωποι που τους παρακολουθούμε να κάνουν διακοπές στην πλαζ. Αυτοί οι άνθρωποι δούλευαν σε όλη τους τη ζωή. Υπήρξαν δυο άνθρωποι που δούλευαν πάρα πολύ. Δεν θα τους δούμε λοιπόν στην ταινία να κάνουν διακοπές. Αν πήγαιναν κάπου, θα ήταν στο σπίτι τους στο Μαρακές, και αυτός δεν είναι σίγουρα ο ορισμός των διακοπών. Αν έκαναν γιορτές και μεγάλες εκδηλώσεις, ήταν μόνο επειδή θα έβγαζαν κάποιο καινούργιο άρωμα. Δεν έκαναν ποτέ οι ίδιοι ένα μεγάλο πάρτι με 400 άτομα, καλεσμένους, έτσι για την πλάκα τους. Ήταν άνθρωποι που ζούσαν με αξιοπρέπεια και συγκεκριμένο τρόπο ζωής, όχι με πολυτέλεια και μεγαλοπρέπεια. Δεν τους ενδιέφερε η μεγάλη ζωή, ούτε επεδίωκαν ποτέ να φαίνεται η ζωή τους προς τα έξω. Όχι, δεν υπάρχει κάτι που θα ήθελα να είναι στην ταινία και δεν είναι.

- Πιστεύετε ότι αν ζούσε σήμερα ο Ιβ Σεν Λοράν, θα βρίσκατε τον τρόπο να τον πείσετε να σας μιλήσει και εκείνος για τουλάχιστον 1 ώρα σε εβδομαδιαία βάση;

- Πιστεύω ότι αν ζούσε σήμερα ο Ιβ Σεν Λοράν, δεν θα υπήρχε ταινία. Γιατί δεν θα μου μιλούσε ποτέ ο Ιβ Σεν Λοράν. Δεν ξέρω αν θα έλεγε όχι. Αλλά ζούσε σε απόλυτη απομόνωση. Δεν θα μπορούσε να μιλάει για τον εαυτό του για δύο ώρες. Ήταν εξαιρετικά μοναχικός άνθρωπος. Κι εκείνο που έχω καταλάβει είναι ότι δεν θα μπορούσε και σωματικά να το αντέξει.

- Εκτός από τα ασπρόμαυρα ντοκουμέντα που βλέπουμε του χθες, τα αποσπάσματα από την κηδεία του Ιβ Σεν Λοράν, τα ντεφιλέ, τη δημοπρασία των Christie's, τις πρώτες συνεντεύξεις του Σεν Λοράν, το κλάμπινγκ, τον εθισμό του, τις μαρτυρίες των φίλων, τι άλλους θησαυρούς ανακαλύψατε στα αρχεία της ιστορίας;

- Ο Πιερ Μπερζέ μας άνοιξε όλα τα αρχεία, φανταστείτε ταξινομημένα ανά χρονιά, 50 χρόνια. Μας πήρε έναν χρόνο να τα δούμε, σε μένα και 5 ντοκιμαντερίστες. Αν το αρχείο είναι η παλάμη μου, τότε θα πω ότι πήρα μόνο ένα δαχτυλάκι, όχι γιατί δεν είχαν ενδιαφέρον αλλά γιατί έχω ένα πολύ συγκεκριμένο θέμα στην ταινία μου. Τουλάχιστον αυτό εύχομαι. Δεν χρειάστηκε να ανατρέξω σε πολλά αρχεία για τη μόδα, γιατί δεν τα χρειαζόμουνα. Το 80% του υλικού που χρησιμοποίησα, το βρήκα σε ένα είδος αποθήκης που είχε ο Πιερ Μπερζέ με χαρτόκουτες, καθώς κρατούσε υλικό από τη σχέση του με τον Ιβ Σεν Λοράν από την πρώτη κιόλας στιγμή, με ημερομηνίες, τα πάντα. Οπότε μιλάμε για έναν τεράστιο όγκο που χρειάστηκε αρκετό χρόνο για να εξερευνήσω.

-Ο Πιερ Μπερζέ μοιάζει σαν να μιλάει σε έναν φίλο του στο φιλμ, όχι σαν να απευθύνεται στην κάμερα. Πώς δεν φοβάται να είναι τόσο ειλικρινής ένας άνθρωπος τόσο αναγνωρίσιμος;

-Εκείνος είναι επαγγελματίας. Είναι περιτριγυρισμένος από κάμερες σε όλη του τη ζωή. Δεν είχε καμία απολύτως δυσκολία. Εχει περάσει 50 χρόνια με κάμερες σε όλη του τη ζωή. Κινείται μέσα σε ένα στούντιο με μεγαλύτερη ευχέρεια απ' ό,τι στην ίδια του την κουζίνα. Για την ακρίβεια αισθάνεται λιγότερο φόβο απ' ό,τι ο ίδιος του ο σκηνοθέτης όταν βρίσκεται πίσω από την κάμερα. Έχοντας περάσει τη ζωή του σε τηλεοπτικά στούντιο ανά τον κόσμο, τα γυρίσματα δεν ήταν γι' αυτόν κάτι δύσκολο. Ούτε φοβήθηκε να εκτεθεί. Από τη στιγμή που είπε το ναι, ήξερε ότι δεν υπήρχε επιστροφή.

Comment
← Newer Posts Older Posts →
 
 

Powered by Squarespace